τάγης

τάγης
I
Μυστηριώδης μορφή των Ετρούσκων (Τυρρηνών) και εγγονός του Δία. Κατά τη μυθολογία, όταν κάποτε ο Τάρχων όργωνε τη γη, άνοιξε βαθύ αυλάκι, και από εκεί ξεπήδησε ο Τ. με μορφή παιδιού αλλά φρόνηση μεγάλου. Ο T., δίδαξε σε αυτόν και στους συγκεντρωμένους Τυρρηνούς την τέχνη της μαντικής. Τα διδάγματα αυτά γράφτηκαν και αποτέλεσαν τα μαντικά βιβλία του T., τα οποία όμως χάθηκαν.
II
Επώνυμο Ελλήνων εκπαιδευτικών.
1. Αναστάσιος (1839 – 1900). Φιλόλογος. Καταγόταν από τα Ζαγόρια της Ηπείρου, σπούδασε στην Αθήνα και κατόπιν δίδαξε στο γυμνάσιο της Σάμου. Διετέλεσε γυμνασιάρχης στην Κρήτη και καθηγητής της εμπορικής σχολής της Χάλκης. Το 1869 ίδρυσε στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης το Ελληνικό Λύκειο. Ήταν άριστος γνώστης της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας και τις δίδαξε, έως τον θάνατό του, στο Ζάππειο παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης για 27 χρόνια. Έγραψε Ερμηνεία του αριστοτελείου ορισμού της τραγωδίας, ελεγείες, πινδαρικές ωδές και σχολίασε τον Ξενοφώντα και τους μύθους του Αισώπου. Άριστος χειριστής της αρχαίας γλώσσας, συμπλήρωσε το 1894 τον Ύμνο του Απόλλωνα.
2. Θεοχάρης (1845 – 1881). Καταγόταν, όπως και ο προηγούμενος, από τα Ζαγόρια της Ηπείρου. Σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Παρίσι. Κατόπιν δίδαξε ως καθηγητής στη σχολή Χαλκηδόνας, στην εμπορική σχολή Χάλκης και στην οθωμανική πολιτική σχολή της Κωνσταντινούπολης. Έγραψε και κυκλοφόρησε την πρώτη στην Ανατολή εμπορική αριθμητική και λογιστική. Συνεργάστηκε με τον Η. Βασιάδη για την ίδρυση του Φιλολογικού συλλόγου της Κωνσταντινούπολης και του Ζάππειου παρθεναγωγείου.
3. Φίλιππος I. (1848 – 1905). Φιλόλογος αδελφός του προηγουμένου. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και κατόπιν στη Γερμανία. Δίδαξε στο γυμνάσιο της Τραπεζούντας καθώς και σε σχολεία της Κωνσταντινούπολης. Τη διδασκαλία του χαρακτήριζε βαθιά γνώση μαθημάτων, ενθουσιασμός και ευγλωττία.
* * *
ὁ, Α
(εσφ. αν.) ταγός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τάγης — τά̱γης , τάγης masc nom sg τάσσω draw up in order of battle aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) τάσσω draw up in order of battle aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγῆς — τᾱγῆς , ταγέω to be ruler pres ind act 2nd sg (doric) ταγή line of battle fem gen sg (attic epic doric ionic) τᾱγῆς , ταγή line of battle fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοταγής — ἰσοταγής, ές (Α) αυτός που είναι αντίστοιχος με κάποιον άλλο κατά την τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ταγής (< τάσσω), πρβλ. αρτιο ταγής, νομο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • ετεροταγής — ές (Α ἑτεροταγής, ές) νεοελλ. αυτός που εμφανίζει ετεροταξία αρχ. αυτός που ανήκει ή έχει ταχθεί σε άλλη τάξη. επίρρ... ετεροταγώς με ετεροταγή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ταγής (< τάσσω), πρβλ. νομο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • μεσοταγής — μεσοταγής, ές (Α) αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • νεοταγής — νεοταγής, ές (Μ) αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα, νεοσύλλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • νομοταγής — ές 1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές τού νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων 2. (κατ επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές 3. φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ομοταγής — ές (ΑΜ ὁμοταγής, ές) 1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους 2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον 3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῑς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ… …   Dictionary of Greek

  • περισσοταγής — ές, Α (για αριθμό) ο τοποθετημένος σε μια σειρά περιττών αριθμών, σε αντιδιαστολή με τον αρτιοταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάγ ην), πρβλ. μεσο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοταγής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. χημ. (για κορεσμένο άτομο άνθρακα ή αζώτου) αυτός που είναι ενωμένος με δύο άτομα υδρογόνου 2. φρ. «πρωτοταγής δομή» (βιοχ.) η αμινοξική ακολουθία τών πεπτιδικών αλυσίδων αρχ. ο παραταγμένος στην πρώτη τάξη. επίρρ... πρωτοταγῶς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”